Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιβλύω — Α βλ. περιβλύζω … Dictionary of Greek
περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek